Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύπανον
τυπή
τύπος
τυπόω
τύπτω
τυπώδης
τύπωμα
τύπωσις
τυραννεύω
τυραννίζω
τυραννικός
τυραννίς
τυραννοκτονέω
τυραννοκτονία
τυραννοκτόνος
τυραννοποιός
τύραννος
τυραννοφόνος
View word page
τύπωσις
τύπωσις τύπωσις (ῠ), εως, τυπόω a mould, model, Plut.

ShortDef

a mould, model

Debugging

Headword:
τύπωσις
Headword (normalized):
τύπωσις
Headword (normalized/stripped):
τυπωσις
IDX:
33257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33296
Key:
tu/pwsis

Data

{'content': 'τύπωσις\n τύπωσις (ῠ), εως,\n τυπόω\n a mould, model, Plut.', 'key': 'tu/pwsis'}