Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τύμμα
τυμπανίζω
τυμπάνιον
τυμπανιστής
τύμπανον
Τυνδάρεος
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύπανον
τυπή
τύπος
τυπόω
τύπτω
τυπώδης
τύπωμα
τύπωσις
τυραννεύω
τυραννίζω
τυραννικός
τυραννίς
View word page
τυπή
τυπή τῠπή, ἡ, τύπτω a blow, wound, in pl., Il.

ShortDef

a blow, wound

Debugging

Headword:
τυπή
Headword (normalized):
τυπή
Headword (normalized/stripped):
τυπη
IDX:
33251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33290
Key:
tuph/

Data

{'content': 'τυπή\n τῠπή, ἡ,\n τύπτω\n a blow, wound, in pl., Il.', 'key': 'tuph/'}