Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τυμβόχωστος
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανίζω
τυμπάνιον
τυμπανιστής
τύμπανον
Τυνδάρεος
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύπανον
τυπή
τύπος
τυπόω
τύπτω
τυπώδης
τύπωμα
τύπωσις
τυραννεύω
View word page
τυννοῦτος
τυννοῦτος lengthd. form of τυννός, Lat. tantillus, Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar.
ShortDef
so small, so little
Debugging
Headword:
τυννοῦτος
Headword (normalized):
τυννοῦτος
Headword (normalized/stripped):
τυννουτος
IDX:
33248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33287
Key:
tunnou=tos
Data
{'content': 'τυννοῦτος\n lengthd. form of τυννός, Lat.\n tantillus, Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar.', 'key': 'tunnou=tos'}