Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τυμβολέτης
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανίζω
τυμπάνιον
τυμπανιστής
τύμπανον
Τυνδάρεος
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύπανον
τυπή
View word page
τύμμα
τύμμα τύμμα, ατος, τό, τύπτω a blow, Aesch., Theocr.

ShortDef

a blow

Debugging

Headword:
τύμμα
Headword (normalized):
τύμμα
Headword (normalized/stripped):
τυμμα
IDX:
33241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33280
Key:
tu/mma

Data

{'content': 'τύμμα\n τύμμα, ατος, τό,\n τύπτω\n a blow, Aesch., Theocr.', 'key': 'tu/mma'}