Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τυμβίτης
τυμβολέτης
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανίζω
τυμπάνιον
τυμπανιστής
τύμπανον
Τυνδάρεος
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύπανον
View word page
τυμβωρύχος
τυμβωρύχος τῠμβ-ωρύχος, ὁ, ὀρύσσω one who digs up graves, a grave-robber, Ar.
ShortDef
one who digs up graves, a grave-robber
Debugging
Headword:
τυμβωρύχος
Headword (normalized):
τυμβωρύχος
Headword (normalized/stripped):
τυμβωρυχος
IDX:
33240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33279
Key:
tumbwru/xos
Data
{'content': 'τυμβωρύχος\n τῠμβ-ωρύχος, ὁ,\n ὀρύσσω\n one who digs up graves, a grave-robber, Ar.', 'key': 'tumbwru/xos'}