Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τυμβήρης
τυμβίτης
τυμβολέτης
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανίζω
τυμπάνιον
τυμπανιστής
τύμπανον
Τυνδάρεος
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
View word page
τυμβωρυχία
τυμβωρυχία τυμβωρῠχία, ἡ, grave-robbing, Anth. from τῠμβωρύχος

ShortDef

grave-robbing

Debugging

Headword:
τυμβωρυχία
Headword (normalized):
τυμβωρυχία
Headword (normalized/stripped):
τυμβωρυχια
IDX:
33239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33278
Key:
tumbwruxi/a

Data

{'content': 'τυμβωρυχία\n τυμβωρῠχία, ἡ,\n grave-robbing, Anth.\n from τῠμβωρύχος', 'key': 'tumbwruxi/a'}