Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίτης
τυμβολέτης
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανίζω
τυμπάνιον
τυμπανιστής
τύμπανον
Τυνδάρεος
τυννός
View word page
τυμβοχόος
τυμβοχόος τυμβο-χόος, ον, χέω throwing up a cairn or barrow, Anth. τ. χειρώματα cairns thrown up by work of hand, Aesch.

ShortDef

throwing up a cairn

Debugging

Headword:
τυμβοχόος
Headword (normalized):
τυμβοχόος
Headword (normalized/stripped):
τυμβοχοος
IDX:
33237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33276
Key:
tumboxo/os

Data

{'content': 'τυμβοχόος\n τυμβο-χόος, ον,\n χέω\n throwing up a cairn or barrow, Anth.\n τ. χειρώματα cairns thrown up by work of hand, Aesch.', 'key': 'tumboxo/os'}