Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τύλος
τυλόω
τυλωτός
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίτης
τυμβολέτης
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανίζω
τυμπάνιον
τυμπανιστής
View word page
τυμβοφόνος
τυμβοφόνος τυμβο-φόνος, ον, grave-murdering, disturbing the dead, Anth.

ShortDef

grave-murdering, disturbing the dead

Debugging

Headword:
τυμβοφόνος
Headword (normalized):
τυμβοφόνος
Headword (normalized/stripped):
τυμβοφονος
IDX:
33234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33273
Key:
tumbofo/nos

Data

{'content': 'τυμβοφόνος\n τυμβο-φόνος, ον,\n grave-murdering, disturbing the dead, Anth.', 'key': 'tumbofo/nos'}