Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τυκτός
τύλη
τυλίσσω
τύλος
τυλόω
τυλωτός
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίτης
τυμβολέτης
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
View word page
τυμβολέτης
τυμβολέτης τυμβ-ολέτης, ου, ὁ, = τυμβώρυχος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τυμβολέτης
Headword (normalized):
τυμβολέτης
Headword (normalized/stripped):
τυμβολετης
IDX:
33231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33270
Key:
tumbole/ths

Data

{'content': 'τυμβολέτης\n τυμβ-ολέτης, ου, ὁ,\n = τυμβώρυχος, Anth.', 'key': 'tumbole/ths'}