τυλωτός
τυλωτός
τυλωτός, ή, όν
verb. adj.
ῥόπαλα τυλωτά, knobbed clubs, like τετυλωμένα, Hdt.
{
"content": "τυλωτός\n τυλωτός, ή, όν\n verb. adj.\n ῥόπαλα τυλωτά, knobbed clubs, like τετυλωμένα, Hdt.",
"key": "tulwto/s"
}