Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τυκίζω
τύκισμα
τῦκον
τύκος
τυκτά
τυκτός
τύλη
τυλίσσω
τύλος
τυλόω
τυλωτός
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίτης
τυμβολέτης
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
View word page
τυλωτός
τυλωτός τυλωτός, ή, όν verb. adj. ῥόπαλα τυλωτά, knobbed clubs, like τετυλωμένα, Hdt.

ShortDef

knobbed

Debugging

Headword:
τυλωτός
Headword (normalized):
τυλωτός
Headword (normalized/stripped):
τυλωτος
IDX:
33226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33265
Key:
tulwto/s

Data

{'content': 'τυλωτός\n τυλωτός, ή, όν\n verb. adj.\n ῥόπαλα τυλωτά, knobbed clubs, like τετυλωμένα, Hdt.', 'key': 'tulwto/s'}