Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρωγλοδύτης
τρωγλοδύνων
τρώγω
Τρωΐαθεν
Τρωϊκός
Τρώϊος
τρώκτης
τρωκτός
τρώμα
Τρωξάρτης
τρώξιμος
τρῶξις
Τρωοφθόρος
τρωπάω
Τρώς
τρωτός
τρωχάω
τυγχάνω
Τυδεύς
τυῖδε
τύκη
View word page
τρώξιμος
τρώξιμος τρώξιμος, ον, = τρωκτός, Theocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρώξιμος
Headword (normalized):
τρώξιμος
Headword (normalized/stripped):
τρωξιμος
IDX:
33205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33244
Key:
trw/cimos
Data
{'content': 'τρώξιμος\n τρώξιμος, ον,\n = τρωκτός, Theocr.', 'key': 'trw/cimos'}