Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρωγάλια
τρώγλη
τρωγλοδύτης
τρωγλοδύνων
τρώγω
Τρωΐαθεν
Τρωϊκός
Τρώϊος
τρώκτης
τρωκτός
τρώμα
Τρωξάρτης
τρώξιμος
τρῶξις
Τρωοφθόρος
τρωπάω
Τρώς
τρωτός
τρωχάω
τυγχάνω
Τυδεύς
View word page
τρώμα
τρώμα τρώμᾱ, ἡ, Doric for *τραύμη τραῦμα, Pind.

ShortDef

(Dor.) wound

Debugging

Headword:
τρώμα
Headword (normalized):
τρώμα
Headword (normalized/stripped):
τρωμα
IDX:
33203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33242
Key:
trw/ma

Data

{'content': 'τρώμα\n τρώμᾱ, ἡ,\n Doric for *τραύμη τραῦμα, Pind.', 'key': 'trw/ma'}