Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρύω
Τρῳάς
τρωγάλια
τρώγλη
τρωγλοδύτης
τρωγλοδύνων
τρώγω
Τρωΐαθεν
Τρωϊκός
Τρώϊος
τρώκτης
τρωκτός
τρώμα
Τρωξάρτης
τρώξιμος
τρῶξις
Τρωοφθόρος
τρωπάω
Τρώς
τρωτός
τρωχάω
View word page
τρώκτης
τρώκτης τρώκτης, ου, ὁ, τρώγω a gnawer, nibbler: Phoenician traffickers are called τρῶκται, greedy knaves, Od.; so, τρῶκται χεῖρες greedy hands, Anth.
ShortDef
a gnawer, nibbler
Debugging
Headword:
τρώκτης
Headword (normalized):
τρώκτης
Headword (normalized/stripped):
τρωκτης
IDX:
33201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33240
Key:
trw/kths
Data
{'content': 'τρώκτης\n τρώκτης, ου, ὁ,\n τρώγω\n a gnawer, nibbler: Phoenician traffickers are called τρῶκται, greedy knaves, Od.; so, τρῶκται χεῖρες greedy hands, Anth.', 'key': 'trw/kths'}