Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρυχηρός
τρύχνος
τρυχόω
τρῦχος
τρύχω
τρύω
Τρῳάς
τρωγάλια
τρώγλη
τρωγλοδύτης
τρωγλοδύνων
τρώγω
Τρωΐαθεν
Τρωϊκός
Τρώϊος
τρώκτης
τρωκτός
τρώμα
Τρωξάρτης
τρώξιμος
τρῶξις
View word page
τρωγλοδύνων
τρωγλοδύνων part. with no ind. in use creeping into a hole, of a mouse, Batr.
ShortDef
creeping into a hole
Debugging
Headword:
τρωγλοδύνων
Headword (normalized):
τρωγλοδύνων
Headword (normalized/stripped):
τρωγλοδυνων
IDX:
33196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33235
Key:
trwglodu/wn
Data
{'content': 'τρωγλοδύνων\n part. with no ind. in use\n creeping into a hole, of a mouse, Batr.', 'key': 'trwglodu/wn'}