Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρυφερός
τρυφηλός
τρύφημα
τρυφή
τρύφος
τρυχηρός
τρύχνος
τρυχόω
τρῦχος
τρύχω
τρύω
Τρῳάς
τρωγάλια
τρώγλη
τρωγλοδύτης
τρωγλοδύνων
τρώγω
Τρωΐαθεν
Τρωϊκός
Τρώϊος
τρώκτης
View word page
τρύω
τρύω to rub down, wear out, Aesch.:—Pass. to be worn out, τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Hdt.; τετρυμένος ταλαιπωρίηισι Hdt.
ShortDef
to rub down, wear out
Debugging
Headword:
τρύω
Headword (normalized):
τρύω
Headword (normalized/stripped):
τρυω
IDX:
33191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33230
Key:
tru/w
Data
{'content': 'τρύω\n to rub down, wear out, Aesch.:—Pass. to be worn out, τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Hdt.; τετρυμένος ταλαιπωρίηισι Hdt.', 'key': 'tru/w'}