Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφερός
τρυφηλός
τρύφημα
τρυφή
τρύφος
τρυχηρός
τρύχνος
τρυχόω
τρῦχος
τρύχω
τρύω
Τρῳάς
τρωγάλια
τρώγλη
τρωγλοδύτης
τρωγλοδύνων
τρώγω
Τρωΐαθεν
Τρωϊκός
View word page
τρῦχος
τρῦχος τρῦχος, ος, εος, τό, τρύω a worn out garment, a rag, shred, Eur.;—in pl. rags, tatters, Eur.

ShortDef

a worn out garment, a rag, shred

Debugging

Headword:
τρῦχος
Headword (normalized):
τρῦχος
Headword (normalized/stripped):
τρυχος
IDX:
33189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33227
Key:
tru=xos

Data

{'content': 'τρῦχος\n τρῦχος, ος, εος, τό,\n τρύω\n a worn out garment, a rag, shred, Eur.;—in pl. rags, tatters, Eur.', 'key': 'tru=xos'}