Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρυφάλεια
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφερός
τρυφηλός
τρύφημα
τρυφή
τρύφος
τρυχηρός
τρύχνος
τρυχόω
τρῦχος
τρύχω
τρύω
Τρῳάς
τρωγάλια
τρώγλη
τρωγλοδύτης
τρωγλοδύνων
τρώγω
Τρωΐαθεν
View word page
τρυχόω
τρυχόω mid.-pass. to be worn out, perf. part. τετρυχωμένος Thuc.

ShortDef

wear out, emaciate

Debugging

Headword:
τρυχόω
Headword (normalized):
τρυχόω
Headword (normalized/stripped):
τρυχοω
IDX:
33188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33226
Key:
truxo/omai

Data

{'content': 'τρυχόω\n mid.-pass. to be worn out, perf. part. τετρυχωμένος Thuc.', 'key': 'truxo/omai'}