Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρύπημα
τρύπη
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφερός
τρυφηλός
τρύφημα
τρυφή
τρύφος
τρυχηρός
τρύχνος
τρυχόω
τρῦχος
τρύχω
τρύω
Τρῳάς
τρωγάλια
View word page
τρύφημα
τρύφημα τρύφημα, ατος, τό, that in which one takes pride, a pride, Eur.

ShortDef

that in which one takes pride, a pride

Debugging

Headword:
τρύφημα
Headword (normalized):
τρύφημα
Headword (normalized/stripped):
τρυφημα
IDX:
33183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33221
Key:
tru/fhma

Data

{'content': 'τρύφημα\n τρύφημα, ατος, τό,\n that in which one takes pride, a pride, Eur.', 'key': 'tru/fhma'}