Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρυγῳδικός
τρυγῳδός
τρυγών
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύπανον
τρυπάω
τρύπημα
τρύπη
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφερός
τρυφηλός
τρύφημα
τρυφή
τρύφος
View word page
τρυσάνωρ
τρυσάνωρ τρῡσ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, τρύω wearying a man, Soph.
ShortDef
wearying a man
Debugging
Headword:
τρυσάνωρ
Headword (normalized):
τρυσάνωρ
Headword (normalized/stripped):
τρυσανωρ
IDX:
33175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33213
Key:
trusa/nwr
Data
{'content': 'τρυσάνωρ\n τρῡσ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n τρύω\n wearying a man, Soph.', 'key': 'trusa/nwr'}