Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρυγόνιον
τρυγῳδία
τρυγῳδικός
τρυγῳδός
τρυγών
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύπανον
τρυπάω
τρύπημα
τρύπη
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφερός
τρυφηλός
τρύφημα
View word page
τρύπημα
τρύπημα τρύπημα (ῠ), ατος, τό, τρυπάω a hole, τρ. νεώς, i. e. one of the holes through which the oars worked, Ar.: like τρυμαλιά, the eye of a needle, NTest.

ShortDef

a hole

Debugging

Headword:
τρύπημα
Headword (normalized):
τρύπημα
Headword (normalized/stripped):
τρυπημα
IDX:
33173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33211
Key:
tru/phma

Data

{'content': 'τρύπημα\n τρύπημα (ῠ), ατος, τό,\n τρυπάω\n a hole, τρ. νεώς, i. e. one of the holes through which the oars worked, Ar.: like τρυμαλιά, the eye of a needle, NTest.', 'key': 'tru/phma'}