Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρυγοδαίμων
τρύγοιπος
τρυγόνιον
τρυγῳδία
τρυγῳδικός
τρυγῳδός
τρυγών
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύπανον
τρυπάω
τρύπημα
τρύπη
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφερός
View word page
τρύπανον
τρύπανον τρύπᾰνον (ῠ), ου, τό, a carpenterʼs tool, a borer, auger, Lat. terebra, worked by a thong, Od., Eur.

ShortDef

a borer, auger

Debugging

Headword:
τρύπανον
Headword (normalized):
τρύπανον
Headword (normalized/stripped):
τρυπανον
IDX:
33171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33209
Key:
tru/panon

Data

{'content': 'τρύπανον\n τρύπᾰνον (ῠ), ου, τό,\n a carpenterʼs tool, a borer, auger, Lat. terebra, worked by a thong, Od., Eur.', 'key': 'tru/panon'}