Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρυγηφόρος
τρυγικός
τρυγοδαίμων
τρύγοιπος
τρυγόνιον
τρυγῳδία
τρυγῳδικός
τρυγῳδός
τρυγών
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύπανον
τρυπάω
τρύπημα
τρύπη
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρυφάω
View word page
τρύμη
τρύμη τρύ_μη, ἡ, τρύω a hole: metaph. a sharp fellow, sly knave, Ar.

ShortDef

a hole

Debugging

Headword:
τρύμη
Headword (normalized):
τρύμη
Headword (normalized/stripped):
τρυμη
IDX:
33169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33207
Key:
tru/mh

Data

{'content': 'τρύμη\n τρύ_μη, ἡ,\n τρύω\n a hole: metaph. a sharp fellow, sly knave, Ar.', 'key': 'tru/mh'}