Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρυγητήρ
τρύγητος
τρυγηφόρος
τρυγικός
τρυγοδαίμων
τρύγοιπος
τρυγόνιον
τρυγῳδία
τρυγῳδικός
τρυγῳδός
τρυγών
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύπανον
τρυπάω
View word page
τρύγοιπος
τρύγοιπος τρύγ-οιπος (ῠ), ὁ, τρύξ, ἶπος a straining-cloth for wine, Ar.

ShortDef

a straining-cloth

Debugging

Headword:
τρύγοιπος
Headword (normalized):
τρύγοιπος
Headword (normalized/stripped):
τρυγοιπος
IDX:
33162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33200
Key:
tru/goipos

Data

{'content': 'τρύγοιπος\n τρύγ-οιπος (ῠ), ὁ,\n τρύξ, ἶπος\n a straining-cloth for wine, Ar.', 'key': 'tru/goipos'}