Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρυγητήρ
τρύγητος
τρυγηφόρος
τρυγικός
τρυγοδαίμων
τρύγοιπος
τρυγόνιον
τρυγῳδία
τρυγῳδικός
τρυγῳδός
τρυγών
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
View word page
τρυγικός
τρυγικός τρῠγικός, ή, όν of lees, = κωμῳδικός, Ar.
ShortDef
of lees
Debugging
Headword:
τρυγικός
Headword (normalized):
τρυγικός
Headword (normalized/stripped):
τρυγικος
IDX:
33160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33198
Key:
trugiko/s
Data
{'content': 'τρυγικός\n τρῠγικός, ή, όν\n of lees, = κωμῳδικός, Ar.', 'key': 'trugiko/s'}