Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τροχιλεία
τροχίλος
τροχιός
τρόχις
τροχοδινέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρυγητήρ
τρύγητος
τρυγηφόρος
τρυγικός
τρυγοδαίμων
τρύγοιπος
τρυγόνιον
τρυγῳδία
View word page
τρύβλιον
τρύβλιον τρύβλιον, ου, τό, a cup, bowl, Ar.
ShortDef
a cup, bowl
Debugging
Headword:
τρύβλιον
Headword (normalized):
τρύβλιον
Headword (normalized/stripped):
τρυβλιον
IDX:
33154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33192
Key:
tru/blion
Data
{'content': 'τρύβλιον\n τρύβλιον, ου, τό,\n a cup, bowl, Ar.', 'key': 'tru/blion'}