Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τροχίζω
τροχιλεία
τροχίλος
τροχιός
τρόχις
τροχοδινέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρυγητήρ
τρύγητος
τρυγηφόρος
τρυγικός
τρυγοδαίμων
τρύγοιπος
τρυγόνιον
View word page
τρόχος
τρόχος τρόχος, ου, ὁ, τρέχω a running, course, μὴ πολλοὺς τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i. e. not many days, Soph.; παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι Eur. a race-course, Eur.

ShortDef

circular race

Debugging

Headword:
τρόχος
Headword (normalized):
τρόχος
Headword (normalized/stripped):
τροχος
IDX:
33153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33191a
Key:
tro/xos

Data

{'content': 'τρόχος\n τρόχος, ου, ὁ,\n τρέχω\n a running, course, μὴ πολλοὺς τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i. e. not many days, Soph.; παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι Eur.\n a race-course, Eur.', 'key': 'tro/xos'}