Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχίζω
τροχιλεία
τροχίλος
τροχιός
τρόχις
τροχοδινέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρυγητήρ
τρύγητος
τρυγηφόρος
View word page
τροχοειδής
τροχοειδής τροχο-ειδής, ές εἶδος round as a wheel, circular, Theogn., Hdt.
ShortDef
round as a wheel, circular
Debugging
Headword:
τροχοειδής
Headword (normalized):
τροχοειδής
Headword (normalized/stripped):
τροχοειδης
IDX:
33149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33188
Key:
troxoeidh/s
Data
{'content': 'τροχοειδής\n τροχο-ειδής, ές\n εἶδος\n round as a wheel, circular, Theogn., Hdt.', 'key': 'troxoeidh/s'}