Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τροφοφορέω
Τροφώνιος
τροχάζω
τροχαῖος
τροχαλός
τροχερός
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχίζω
τροχιλεία
τροχίλος
τροχιός
τρόχις
τροχοδινέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
View word page
τροχίζω
τροχίζω τροχίζω, τροχός to turn round on the wheel, torture, Arist.

ShortDef

to turn round on the wheel, torture

Debugging

Headword:
τροχίζω
Headword (normalized):
τροχίζω
Headword (normalized/stripped):
τροχιζω
IDX:
33143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33182
Key:
troxi/zw

Data

{'content': 'τροχίζω\n τροχίζω,\n τροχός\n to turn round on the wheel, torture, Arist.', 'key': 'troxi/zw'}