Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιπαραπλέω
ἀντιπαρασκευάζομαι
ἀντιπαρασκευή
ἀντιπαρατάσσομαι
ἀντιπαρατείνω
ἀντιπαρατίθημι
ἀντιπάρειμι
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρέχω
ἀντιπάσχω
ἀντιπαταγέω
ἀντί
ἀντιπέμπω
ἀντιπενθής
ἀντιπέραιος
ἀντιπέρα
ἀντιπέρας
ἀντιπέρηθεν
ἀντιπεριλαμβάνω
ἀντιπεριπλέω
View word page
ἀντιπάσχω
ἀντιπάσχω to suffer in turn, ἀντιπάσχω χρηστά I receive good for good done, Soph.; ἀντ. ἀντί τινος Thuc.: absol. to suffer for oneʼs acts, Xen. absol., τὸ ἀντιπεπονθός reciprocity, Arist.

ShortDef

to suffer in turn; to be proportional

Debugging

Headword:
ἀντιπάσχω
Headword (normalized):
ἀντιπάσχω
Headword (normalized/stripped):
αντιπασχω
IDX:
3317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3318
Key:
a)ntipa/sxw

Data

{'content': 'ἀντιπάσχω\n to suffer in turn, ἀντιπάσχω χρηστά I receive good for good done, Soph.; ἀντ. ἀντί τινος Thuc.: absol. to suffer for oneʼs acts, Xen.\n absol., τὸ ἀντιπεπονθός reciprocity, Arist.', 'key': 'a)ntipa/sxw'}