Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροφοφορέω
Τροφώνιος
τροχάζω
τροχαῖος
τροχαλός
τροχερός
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχίζω
τροχιλεία
τροχίλος
τροχιός
τρόχις
τροχοδινέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
View word page
τροχηλάτης
τροχηλάτης τροχ-ηλάτης (ᾰ), ου, ὁ, ἐλαύνω one who guides wheels, i. e. a charioteer, Soph., Eur.

ShortDef

one who guides wheels

Debugging

Headword:
τροχηλάτης
Headword (normalized):
τροχηλάτης
Headword (normalized/stripped):
τροχηλατης
IDX:
33140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33179
Key:
troxhla/ths

Data

{'content': 'τροχηλάτης\n τροχ-ηλάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n ἐλαύνω\n one who guides wheels, i. e. a charioteer, Soph., Eur.', 'key': 'troxhla/ths'}