τροχηλάτης
τροχηλάτης
τροχ-ηλάτης (ᾰ), ου, ὁ,
ἐλαύνω
one who guides wheels, i. e. a charioteer, Soph., Eur.
{
"content": "τροχηλάτης\n τροχ-ηλάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n ἐλαύνω\n one who guides wheels, i. e. a charioteer, Soph., Eur.",
"key": "troxhla/ths"
}