Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρόφιμος
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροφοφορέω
Τροφώνιος
τροχάζω
τροχαῖος
τροχαλός
τροχερός
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχίζω
τροχιλεία
τροχίλος
τροχιός
τρόχις
τροχοδινέομαι
τροχοειδής
View word page
τροχηλατέω
τροχηλατέω τροχηλᾰτέω, fut. -ήσω to drive a chariot: to drive about, drive round and round, Eur.
ShortDef
to drive a chariot: to drive about, drive round and round
Debugging
Headword:
τροχηλατέω
Headword (normalized):
τροχηλατέω
Headword (normalized/stripped):
τροχηλατεω
IDX:
33139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33178
Key:
troxhlate/w
Data
{'content': 'τροχηλατέω\n τροχηλᾰτέω,\n fut. -ήσω\n to drive a chariot: to drive about, drive round and round, Eur.', 'key': 'troxhlate/w'}