Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τροφίας
τρόφιμος
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροφοφορέω
Τροφώνιος
τροχάζω
τροχαῖος
τροχαλός
τροχερός
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχίζω
τροχιλεία
τροχίλος
τροχιός
τρόχις
τροχοδινέομαι
View word page
τροχερός
τροχερός τροχερός, ά, όν τροχός running, tripping, Arist.
ShortDef
running, tripping
Debugging
Headword:
τροχερός
Headword (normalized):
τροχερός
Headword (normalized/stripped):
τροχερος
IDX:
33138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33177
Key:
troxero/s
Data
{'content': 'τροχερός\n τροχερός, ά, όν\n τροχός\n running, tripping, Arist.', 'key': 'troxero/s'}