Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιπαραλυπέω
ἀντιπαραπλέω
ἀντιπαρασκευάζομαι
ἀντιπαρασκευή
ἀντιπαρατάσσομαι
ἀντιπαρατείνω
ἀντιπαρατίθημι
ἀντιπάρειμι
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρέχω
ἀντιπάσχω
ἀντιπαταγέω
ἀντί
ἀντιπέμπω
ἀντιπενθής
ἀντιπέραιος
ἀντιπέρα
ἀντιπέρας
ἀντιπέρηθεν
ἀντιπεριλαμβάνω
View word page
ἀντιπαρέχω
ἀντιπαρέχω to supply in turn, Thuc.:—Mid., Xen.; ἀντ. πράγματα to cause trouble in return, Dem.
ShortDef
to supply in turn
Debugging
Headword:
ἀντιπαρέχω
Headword (normalized):
ἀντιπαρέχω
Headword (normalized/stripped):
αντιπαρεχω
IDX:
3316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3317
Key:
a)ntipare/xw
Data
{'content': 'ἀντιπαρέχω\n to supply in turn, Thuc.:—Mid., Xen.; ἀντ. πράγματα to cause trouble in return, Dem.', 'key': 'a)ntipare/xw'}