Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τροπέω
τροπή
τροπικός
τρόπις
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπωτήρ
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεύς
τροφή
τροφίας
τρόφιμος
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροφοφορέω
Τροφώνιος
τροχάζω
View word page
τροφεῖα
τροφεῖα τροφεῖα, ων, τά, τροφεύω pay for bringing up, the wages of a nurse or rearer, Aesch., etc. βίου τροφεῖα oneʼs living, food, Soph.; τροφεῖα ματρός motherʼs milk, Eur.
ShortDef
pay for bringing up, the wages of a nurse
Debugging
Headword:
τροφεῖα
Headword (normalized):
τροφεῖα
Headword (normalized/stripped):
τροφεια
IDX:
33125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33164
Key:
trofei=a
Data
{'content': 'τροφεῖα\n τροφεῖα, ων, τά,\n τροφεύω\n pay for bringing up, the wages of a nurse or rearer, Aesch., etc.\n βίου τροφεῖα oneʼs living, food, Soph.; τροφεῖα ματρός motherʼs milk, Eur.', 'key': 'trofei=a'}