Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπικός
τρόπις
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπωτήρ
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεύς
τροφή
τροφίας
τρόφιμος
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροφοφορέω
Τροφώνιος
View word page
τροφαλίς
τροφαλίς τροφᾱλίς, ίδος, ἡ, τρέφω I a piece of cheese, Ar.
ShortDef
a piece
Debugging
Headword:
τροφαλίς
Headword (normalized):
τροφαλίς
Headword (normalized/stripped):
τροφαλις
IDX:
33124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33163
Key:
trofali/s
Data
{'content': 'τροφαλίς\n τροφᾱλίς, ίδος, ἡ,\n τρέφω I\n a piece of cheese, Ar.', 'key': 'trofali/s'}