Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρόμος
τροπαία
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπικός
τρόπις
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπωτήρ
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεύς
τροφή
τροφίας
τρόφιμος
View word page
τρόπος
τρόπος τρόπος, ὁ, τρέπω a turn, direction, course, way, Hdt. a way, manner, fashion, τρόπῳ τοιῷδε in such wise, Hdt.; τίνι τρόπῳ; Lat. quomodo? how? Aesch., etc.; ποίῳ τρ.; Aesch.; ἑνί γε τῷ τρ. in one way or other, Ar.; παντὶ τρόπῳ by all means, Aesch.; οὐδενὶ τρ., μηδενὶ τρ. in no wise, by no means, on no account, Hdt., etc.:—so in pl., τρόποισι ποίοις; Soph.; ναυκλήρου τρόποις Soph. absol. in acc., τίνα τρόπον; how? Ar.; τρ. τινά in a manner, Eur.; οὐδένα, μηδένα τρ. Xen.; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.; in pl., κεχώρισται τοὺς τρόπους in its ways, Hdt.; πάντας τρόπους in all ways, Plat. with Preps., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τρ. Ἰξίονος Aesch.:— ἐς ὄρνιθος τρ. Luc.; κατὰ πάντα τρ. Ar., etc.; κατὰ πάντας τρόπους Ar.:— κατὰ τρόπον, absol., fitly, duly, Lat. rite, Isocr. of persons, a way of life, habit, custom, Pind.; μῶν ἡλιαστά; Answ. μἀλλὰ θατέρου τρ. are you a Heliast?—No, but of the other sort, Ar.:—a manʼs character, temper, τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.; οὐ τοὐμοῦ τρόπου not to my taste, Ar.; πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου Xen.; so in pl. ways, habits, σκληρὸς τοὺς τρόπους Ar.; ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός Ar. in Music, τρ. Λύδιος Pind.; ᾠδῆς τρόπος Plat. in speaking or writing, manner, style, Isocr.:—but in Rhetoric, tropes, figures, Cic.

ShortDef

a turn, direction, course, way; character

Debugging

Headword:
τρόπος
Headword (normalized):
τρόπος
Headword (normalized/stripped):
τροπος
IDX:
33119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33158
Key:
tro/pos

Data

{'content': 'τρόπος\n τρόπος, ὁ,\n τρέπω\n a turn, direction, course, way, Hdt.\n a way, manner, fashion, τρόπῳ τοιῷδε in such wise, Hdt.; τίνι τρόπῳ; Lat. quomodo? how? Aesch., etc.; ποίῳ τρ.; Aesch.; ἑνί γε τῷ τρ. in one way or other, Ar.; παντὶ τρόπῳ by all means, Aesch.; οὐδενὶ τρ., μηδενὶ τρ. in no wise, by no means, on no account, Hdt., etc.:—so in pl., τρόποισι ποίοις; Soph.; ναυκλήρου τρόποις Soph.\n absol. in acc., τίνα τρόπον; how? Ar.; τρ. τινά in a manner, Eur.; οὐδένα, μηδένα τρ. Xen.; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.; in pl., κεχώρισται τοὺς τρόπους in its ways, Hdt.; πάντας τρόπους in all ways, Plat.\n with Preps., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τρ. Ἰξίονος Aesch.:— ἐς ὄρνιθος τρ. Luc.; κατὰ πάντα τρ. Ar., etc.; κατὰ πάντας τρόπους Ar.:— κατὰ τρόπον, absol., fitly, duly, Lat. rite, Isocr.\n of persons, a way of life, habit, custom, Pind.; μῶν ἡλιαστά; Answ. μἀλλὰ θατέρου τρ. are you a Heliast?—No, but of the other sort, Ar.:—a manʼs character, temper, τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.; οὐ τοὐμοῦ τρόπου not to my taste, Ar.; πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου Xen.; so in pl. ways, habits, σκληρὸς τοὺς τρόπους Ar.; ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός Ar.\n in Music, τρ. Λύδιος Pind.; ᾠδῆς τρόπος Plat.\n in speaking or writing, manner, style, Isocr.:—but in Rhetoric, tropes, figures, Cic.', 'key': 'tro/pos'}