Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρομέω
τρόμος
τροπαία
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπικός
τρόπις
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπωτήρ
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεύς
τροφή
τροφίας
View word page
τρόπις
τρόπις τρόπις, ιος, ἡ, τρέπω a shipʼs keel, Od., Hdt.; τρόπεις θέσθαι to lay the keel, Plut.; and metaph., λέγε τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος Ar.

ShortDef

a ship's keel

Debugging

Headword:
τρόπις
Headword (normalized):
τρόπις
Headword (normalized/stripped):
τροπις
IDX:
33118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33157
Key:
tro/pis

Data

{'content': 'τρόπις\n τρόπις, ιος, ἡ,\n τρέπω\n a shipʼs keel, Od., Hdt.; τρόπεις θέσθαι to lay the keel, Plut.; and metaph., λέγε τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος Ar.', 'key': 'tro/pis'}