Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρομερός
τρομέω
τρόμος
τροπαία
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπικός
τρόπις
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπωτήρ
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεύς
τροφή
View word page
τροπικός
τροπικός τροπικός, ή, όν τροπή of the solstice, ὁ τροπικός (sc. κύκλος) the tropic or solstice, Arist.; αἱ τρ. ἡμέραι Arist. in Rhetoric, tropical, figurative.
ShortDef
of the solstice
Debugging
Headword:
τροπικός
Headword (normalized):
τροπικός
Headword (normalized/stripped):
τροπικος
IDX:
33117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33156
Key:
tropiko/s
Data
{'content': 'τροπικός\n τροπικός, ή, όν\n τροπή\n of the solstice, ὁ τροπικός (sc. κύκλος) the tropic or solstice, Arist.; αἱ τρ. ἡμέραι Arist.\n in Rhetoric, tropical, figurative.', 'key': 'tropiko/s'}