Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Τροιζήνιος
Τροιζήν
τρομερός
τρομέω
τρόμος
τροπαία
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπικός
τρόπις
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπωτήρ
τροφαλίς
τροφεῖα
View word page
τροπέω
τροπέω τροπέω, poetic form for τρέπω to turn, Il.
ShortDef
to turn
Debugging
Headword:
τροπέω
Headword (normalized):
τροπέω
Headword (normalized/stripped):
τροπεω
IDX:
33115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33154
Key:
trope/w
Data
{'content': 'τροπέω\n τροπέω,\n poetic form for τρέπω\n to turn, Il.', 'key': 'trope/w'}