Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Τροία
Τροιζήνιος
Τροιζήν
τρομερός
τρομέω
τρόμος
τροπαία
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπικός
τρόπις
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπωτήρ
τροφαλίς
View word page
τρόπαλις
τρόπαλις τρόπᾱλις, ιδος, ἡ, a bundle, bunch, σκορόδων τρ. a bunch of garlic, Ar. deriv. uncertain

ShortDef

a bundle, bunch

Debugging

Headword:
τρόπαλις
Headword (normalized):
τρόπαλις
Headword (normalized/stripped):
τροπαλις
IDX:
33114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33153
Key:
tro/palis

Data

{'content': 'τρόπαλις\n τρόπᾱλις, ιδος, ἡ,\n a bundle, bunch, σκορόδων τρ. a bunch of garlic, Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'tro/palis'}