Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιπαρακαλέω
ἀντιπαρακελεύομαι
ἀντιπαραλυπέω
ἀντιπαραπλέω
ἀντιπαρασκευάζομαι
ἀντιπαρασκευή
ἀντιπαρατάσσομαι
ἀντιπαρατείνω
ἀντιπαρατίθημι
ἀντιπάρειμι
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρέχω
ἀντιπάσχω
ἀντιπαταγέω
ἀντί
ἀντιπέμπω
ἀντιπενθής
ἀντιπέραιος
ἀντιπέρα
ἀντιπέρας
View word page
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρεξάγω to lead on against, Plut. (sub. στρατόν) to march against, Philipp. ap. Dem. to march parallel with, τινί Plut.

ShortDef

to lead on against

Debugging

Headword:
ἀντιπαρεξάγω
Headword (normalized):
ἀντιπαρεξάγω
Headword (normalized/stripped):
αντιπαρεξαγω
IDX:
3314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3315
Key:
a)ntipareca/gw

Data

{'content': 'ἀντιπαρεξάγω\n to lead on against, Plut.\n (sub. στρατόν) to march against, Philipp. ap. Dem.\n to march parallel with, τινί Plut.', 'key': 'a)ntipareca/gw'}