Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριώροφος
τριώρυγος
Τροίαθεν
Τροίανδε
Τροία
Τροιζήνιος
Τροιζήν
τρομερός
τρομέω
τρόμος
τροπαία
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπικός
τρόπις
τρόπος
τροπός
View word page
τροπαία
τροπαία (sc. πνοή) , an alternating wind:—metaph., λήματος, φρενὸς τροπαία a change in the spirit of oneʼs mind, Aesch.; τρ. κακῶν a release from evils, Aesch.

ShortDef

an alternating wind

Debugging

Headword:
τροπαία
Headword (normalized):
τροπαία
Headword (normalized/stripped):
τροπαια
IDX:
33110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33149
Key:
tropai/a

Data

{'content': 'τροπαία\n (sc. πνοή) , an alternating wind:—metaph., λήματος, φρενὸς τροπαία a change in the spirit of oneʼs mind, Aesch.; τρ. κακῶν a release from evils, Aesch.', 'key': 'tropai/a'}