Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριώβολον
τριώροφος
τριώρυγος
Τροίαθεν
Τροίανδε
Τροία
Τροιζήνιος
Τροιζήν
τρομερός
τρομέω
τρόμος
τροπαία
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπικός
τρόπις
τρόπος
View word page
τρόμος
τρόμος τρόμος, ὁ, τρέμω a trembling, quaking, quivering, esp. from fear, Il., Aesch. from cold, Plat.

ShortDef

a trembling, quaking, quivering

Debugging

Headword:
τρόμος
Headword (normalized):
τρόμος
Headword (normalized/stripped):
τρομος
IDX:
33109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33148
Key:
tro/mos

Data

{'content': 'τρόμος\n τρόμος, ὁ,\n τρέμω\n a trembling, quaking, quivering, esp. from fear, Il., Aesch.\n from cold, Plat.', 'key': 'tro/mos'}