Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριψημερέω
τρῖψις
τριώβολον
τριώροφος
τριώρυγος
Τροίαθεν
Τροίανδε
Τροία
Τροιζήνιος
Τροιζήν
τρομερός
τρομέω
τρόμος
τροπαία
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπικός
View word page
τρομερός
τρομερός τρομερός, ά, όν τρέμω trembling, Eur.: trembling for fear, quaking, Eur. fearful, Eur.

ShortDef

trembling

Debugging

Headword:
τρομερός
Headword (normalized):
τρομερός
Headword (normalized/stripped):
τρομερος
IDX:
33107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33146
Key:
tromero/s

Data

{'content': 'τρομερός\n τρομερός, ά, όν\n τρέμω\n trembling, Eur.: trembling for fear, quaking, Eur.\n fearful, Eur.', 'key': 'tromero/s'}