Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τριχόμαλλος
τριχόω
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοῦ
τριχόφοιτος
τρίχωμα
τριψημερέω
τρῖψις
τριώβολον
τριώροφος
τριώρυγος
Τροίαθεν
Τροίανδε
Τροία
Τροιζήνιος
Τροιζήν
τρομερός
τρομέω
τρόμος
τροπαία
View word page
τριώροφος
τριώροφος τρι-ώροφος, ον, ὄροφος of three stories or floors, Hdt.
ShortDef
of three stories
Debugging
Headword:
τριώροφος
Headword (normalized):
τριώροφος
Headword (normalized/stripped):
τριωροφος
IDX:
33100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33139
Key:
triw/rofos
Data
{'content': 'τριώροφος\n τρι-ώροφος, ον,\n ὄροφος\n of three stories or floors, Hdt.', 'key': 'triw/rofos'}