Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριχόβρως
τριχοίνικος
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχόω
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοῦ
τριχόφοιτος
τρίχωμα
τριψημερέω
τρῖψις
τριώβολον
τριώροφος
τριώρυγος
Τροίαθεν
Τροίανδε
Τροία
Τροιζήνιος
Τροιζήν
τρομερός
View word page
τριψημερέω
τριψημερέω τριψ-ημερέω, τρῖψαι, ἡμέρα to waste the day, Lat. terere tempus, Ar.

ShortDef

to waste the day

Debugging

Headword:
τριψημερέω
Headword (normalized):
τριψημερέω
Headword (normalized/stripped):
τριψημερεω
IDX:
33097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33136
Key:
triyhmere/w

Data

{'content': 'τριψημερέω\n τριψ-ημερέω,\n τρῖψαι, ἡμέρα\n to waste the day, Lat. terere tempus, Ar.', 'key': 'triyhmere/w'}