τρίχωμα
            
          
          τρίχωμα
 τρίχωμα, ατος, τό,
 τριχόομαι
 a growth of hair, hair, Hdt., Xen.; ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, i. e. just at the age of manhood, Aesch.
          {
  "content": "τρίχωμα\n τρίχωμα, ατος, τό,\n τριχόομαι\n a growth of hair, hair, Hdt., Xen.; ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, i. e. just at the age of manhood, Aesch.",
  "key": "tri/xwma"
}