Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριχίς
τριχόβρως
τριχοίνικος
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχόω
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοῦ
τριχόφοιτος
τρίχωμα
τριψημερέω
τρῖψις
τριώβολον
τριώροφος
τριώρυγος
Τροίαθεν
Τροίανδε
Τροία
Τροιζήνιος
Τροιζήν
View word page
τρίχωμα
τρίχωμα τρίχωμα, ατος, τό, τριχόομαι a growth of hair, hair, Hdt., Xen.; ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, i. e. just at the age of manhood, Aesch.

ShortDef

a growth of hair, hair

Debugging

Headword:
τρίχωμα
Headword (normalized):
τρίχωμα
Headword (normalized/stripped):
τριχωμα
IDX:
33096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33135
Key:
tri/xwma

Data

{'content': 'τρίχωμα\n τρίχωμα, ατος, τό,\n τριχόομαι\n a growth of hair, hair, Hdt., Xen.; ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, i. e. just at the age of manhood, Aesch.', 'key': 'tri/xwma'}