Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχα
τριχῆ
τριχθά
τρίχινος
τριχίς
τριχόβρως
τριχοίνικος
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχόω
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοῦ
τριχόφοιτος
τρίχωμα
τριψημερέω
τρῖψις
τριώβολον
τριώροφος
View word page
τριχόμαλλος
τριχόμαλλος τρῐχό-μαλλος, ον, hair-fleeced, Anth.
ShortDef
hair-fleeced
Debugging
Headword:
τριχόμαλλος
Headword (normalized):
τριχόμαλλος
Headword (normalized/stripped):
τριχομαλλος
IDX:
33090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33129
Key:
trixo/mallos
Data
{'content': 'τριχόμαλλος\n τρῐχό-μαλλος, ον,\n hair-fleeced, Anth.', 'key': 'trixo/mallos'}