Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τριχάλεπτος
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχα
τριχῆ
τριχθά
τρίχινος
τριχίς
τριχόβρως
τριχοίνικος
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχόω
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοῦ
τριχόφοιτος
τρίχωμα
τριψημερέω
τρῖψις
τριώβολον
View word page
τριχόλωτος
τριχόλωτος τρῐ-χόλωτος, ον, thrice-detested, Anth.
ShortDef
thrice-detested
Debugging
Headword:
τριχόλωτος
Headword (normalized):
τριχόλωτος
Headword (normalized/stripped):
τριχολωτος
IDX:
33089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33128
Key:
trixo/lwtos
Data
{'content': 'τριχόλωτος\n τρῐ-χόλωτος, ον,\n thrice-detested, Anth.', 'key': 'trixo/lwtos'}