Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρίφυλος
τριχάϊκες
τριχάλεπτος
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχα
τριχῆ
τριχθά
τρίχινος
τριχίς
τριχόβρως
τριχοίνικος
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχόω
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοῦ
τριχόφοιτος
τρίχωμα
τριψημερέω
View word page
τριχόβρως
τριχόβρως τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ, eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.

ShortDef

eating hair

Debugging

Headword:
τριχόβρως
Headword (normalized):
τριχόβρως
Headword (normalized/stripped):
τριχοβρως
IDX:
33087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33126
Key:
trixo/brws

Data

{'content': 'τριχόβρως\n τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,\n eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.', 'key': 'trixo/brws'}